εὔζωρος

εὔζωρος
εὔζωρος, ον,
A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec.227: [comp] Comp. -ότερος

, εὐζωρότερον . . , ὦ παῖ, δός Diph.58

, cf. Cratin.412, Eup.382; also

κέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139

;

πίνειν . . κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8

( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύζωρος — εὔζωρος, ον (Α) (για οίνο) εντελώς καθαρός, άκρατος, άμικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωρός «άκρατος, δυνατός οίνος»] …   Dictionary of Greek

  • εὐζωρέστερον — εὔζωρος quite pure adverbial comp εὔζωρος quite pure masc acc comp sg εὔζωρος quite pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐζωρότερον — εὔζωρος quite pure adverbial comp εὔζωρος quite pure masc acc comp sg εὔζωρος quite pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔζωρον — εὔζωρος quite pure masc/fem acc sg εὔζωρος quite pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐζωροτέρῳ — εὔζωρος quite pure masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐζώροιο — εὔζωρος quite pure masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐζωρεστέρας — εὐζωρεστέρᾱς , εὔζωρος quite pure fem acc comp pl εὐζωρεστέρᾱς , εὔζωρος quite pure fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ярый — яр, яра, яро, ярость ж., яриться, укр. ярий, др. русск. ɪаръ, ст. слав ѩръ αὑστηρός (Зогр., Мар., Ассем.), болг. ярост ярость , сербохорв. jа̏ра жар от печи , jарити се горячиться , словен. jarǝn яростный, энергичный, сильный , др. чеш. jarobujny …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”